- πρωτοχρονιάτικα
- επίρρ. χρον., τη μέρα της πρωτοχρονιάς: Ταξίδευα στη θάλασσα πρωτοχρονιάτικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτοχρονιάτικος — η, ο, Ν [πρωτοχρονιά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοχρονιά ή αυτός που αρμόζει στην πρωτοχρονιά («πρωτοχρονιάτικα έθιμα»). επίρρ... πρωτοχρονιάτικα Ν κατά την πρωτοχρονιά … Dictionary of Greek
Παπαχριστοδούλου Πολύδωρος — (1883 – 1967). Έλληνας φιλόλογος και λαογράφος από τις Σαράντα Εκκλησιές της Θράκης. Μετά τις σπουδές του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, δίδαξε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, στα… … Dictionary of Greek
πρωτοχρονιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτοχρονιά: Πρωτοχρονιάτικα δώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)